- τυρβάζω
- ΝΜΑ, και συρβάζω και στυρβάζω Α [τύρβη /σύρβη](μσν. ενεργ. και μέσ. τυρβάζομαι, αρχ. μόνον το μέσ.) (συν. με την προθ. περί) ασχολούμαι με κάτι επιδεικτικάνεοελλ.φρ. «περί πολλά τυρβάζει» — είναι πολυπράγμονας, ανακατεύεται σε όλαμσν.γλεντώ, ξεφαντώνωαρχ.1. ανακατώνω, αναταράσσω, ανακινώ («πολὺς δὲ πηλὸς ἐκ πίθων τυρβάζεται», Σοφ.)2. μέσ. συνωθούμαι, στρυμώχνομαι («καὶ περὶ ταύτας ἡμᾱς ἀθρόους ὀψωνοῡντας τυρβάζεσθαι», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.